- γεννοφάσκια
- τα1. οι φασκιές, τα πρώτα σπάργανα τού βρέφους2. φρ. «από τα γεννοφάσκια του» — από πολύ μικρή ηλικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < γέννα + φασκιά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεννοφάσκια — τα τα σπάργανα, οι φασκιές του βρέφους: Είναι γκρινιάρα από τα γεννοφάσκια της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γέννα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 47 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Απέχει περίπου 31 χλμ. από το Ηράκλειο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Βαρβάρας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 430 μ., 38… … Dictionary of Greek